Δυο πατρίδες και η Αυστραλία: Ο κατά Βασιλακάκου Βασίλης Αλεξάκης

Από αριστερά οι λογοτέχνες: Γιώργος Βέης, Γιάννης Βασιλακάκος, Βασίλης Αλεξάκης, Δημήτρης Τζουμάκας. Συμπόσιο για τη Μεταναστευτική Λογοτεχνία, Μελβούρνη, 1997.

Από αριστερά οι λογοτέχνες: Γιώργος Βέης, Γιάννης Βασιλακάκος, Βασίλης Αλεξάκης, Δημήτρης Τζουμάκας. Συμπόσιο για τη Μεταναστευτική Λογοτεχνία, Μελβούρνη, 1997. Source: John Vasilakakos

Ο Έλληνας συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, άφησε πίσω του ένα πλούσιο συγγραφικό έργο που διακρίνεται για το ευγενικό και κάποτε καυστικό χιούμορ του. Είχε επισκεφθεί την Αυστραλία και συνδέθηκε με μακρόχρονη φιλία με τον πανεπιστημιακό και συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκο ο οποίος μίλησε στο SBS Greek


Ο Βασίλης Αλεξάκης ήταν, σύμφωνα με τον ομογενή πανεπιστημιακό και συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκο, «ένας υποδειγματικός, χαλκέντερος και σεμνός συγγραφέας, ο οποίος θυσίασε τα πάντα εις το όνομα της γλώσσας και της λογοτεχνίας». 

Το 1997 είχε επισκεφτεί την Μελβούρνη για να μιλήσει σε ένα συμπόσιο για την μεταναστευτική λογοτεχνία. Του έκανε εντύπωση ο πολιτισμός και οι γλώσσες των Αβορίγινων, ενώ συγκινητικές (και αξέχαστες) στιγμές έζησε στον Ζωολογικό Κήπο της πόλης. 

Είχε αναπτύξει μια σχέση έλξης – απώθησης με την Ελλάδα από την οποία είχε πληγωθεί και στην οποία διέμενε τα τελευταία χρόνια.

Πατήστε Play στην κεντρική φωτογραφία και ακούστε τη συνέντευξη με τον Γιάννη Βασιλακάκο

Ακολουθεί το κείμενο της συνέντευξης με τον συγγραφέα Γιάννη Βασιλακάκο: 

SBS Greek: Kύριε Βασιλακάκο, δώστε μας σας παρακλώ, ένα σύντομο βιογραφικό του εκλιπόντος συγγραφέα.

Γιάννης Βασιλακάκος: Ο Βασίλης Αλεξάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 25 Δεκεμβρίου (δηλαδή Χριστούγεννα) του 1943.

Δέκα επτά ετών αναχώρησε για τη Λιλ της Γαλλίας προκειμένου να σπουδάσει, με υποτροφία, δημοσιογραφία.

Επέστρεψε στην Ελλάδα, μετά από τρία χρόνια σπουδών, για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία. Κατόπιν, δυο χρόνια μετά τη δικτατορία στην Ελλάδα (1969), ξαναγύρισε στη Γαλλία όπου κι εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι.
Greek author Vasilis Alexakis.
Greek author Vasilis Alexakis. Source: Wikipedia
Εκεί εργάστηκε στη μεγαλύτερη γαλλική εφημερίδα, τη «Monde», στο παράρτημα «Monde des livres» ως βιβλιοκριτικός και σκιτσογράφος επί μια 15ετία.

Παράλληλα είχε αρχίσει να ασχολείται και με τη λογοτεχνία, γράφοντας αρχικά στα γαλλικά και κατόπιν στα ελληνικά. Συνολικά έχει εκδώσει 17 βιβλία στα γαλλικά και 23 στα ελληνικά, καθώς επίσης κι έναν ταξιδιωτικό οδηγό και δύο βιβλία με χιουμοριστικιά σκίτσα στα γαλλικά.

Κι ακόμη, ασχολήθηκε με το θέατρο και τον κινηματογράφο, έχοντας τέσσερις ταινίες στο ενεργητικό του.

Τα βιβλία του, εκτός απ’ τη Γαλλία και την Ελλάδα, κυκλοφορούν μεταφρασμένα στις εξής χώρες: Γερμανία, Ισπανία, Αρμενία, Ιταλία, Ρωσία, Τουρκία, Αργεντινή, ΗΠΑ και Ισραήλ. Στην Ελλάδα τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία σημείωσε το μυθιστόρημά του «Τάλγκο» (1982), με πωλήσεις άνω των 200.000 αντιτύπων.

Το έργο αυτό μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη με τίτλο «Ξαφνικός έρωτας» (1984). Στη Γαλλία ο Αλεξάκης, ως πεζογράφος, τιμήθηκε με τα εξής βραβεία: Αλμπέρ Καμύ, Αλεξάντρ Βαϊλάτ, Σαρλ Εσμπραγιά, Medicis (για το βιβλίο του «Η μητρική γλώσσα»), καθώς και με το Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας (το 2007) για το βιβλίο του «μ.Χ.».

Τέλος, το 2017 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας από το Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Απεβίωσε, μετά από μακρόχρονη σοβαρή ασθένεια, στις 11 Ιανουαρίου 2021.
Greek author Vasilis Alexakis.
Greek author Vasilis Alexakis. Source: Wikipedia
SBS: Θα θέλατε κύριε Βασιλακάκο να μας μιλήσετε λίγο για το κομμάτι της δικής σας σχέσης και φιλίας μαζί του, όταν είχε επισκεφθεί τη Μελβούρνη;

Γ.Β.: Αυτό έγινε τον Ιούλιο του 1997, όταν η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτωρίας γιόρταζε την επέτειο των 100 χρόνων από την ίδρυσή της.

Ο τότε πρόεδρός της κ. Γιώργος Φουντάς μου ζήτησε να τους υποδείξω ποιον αξιόλογο λογοτέχνη ή λογοτέχνιδα έπρεπε να καλέσουν από την Ελλάδα για να συμμετάσχει στις πολιτιστικές εκδηλώσεις που διοργάνωναν.

Πρότεινα την κορυφαία πεζογράφο μας Ζυράννα Ζατέλη, διότι σπανίως καλούνταν γυναίκες σε τέτοιες εκδηλώσεις. Απουσίαζε όμως εκτός Ελλάδος, γι’ αυτό και πρότεινα τον απόδημο και δίγλωσσο συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη.

Ευτυχώς τον πέτυχα με την πρώτη στο τηλέφωνο και δέχτηκε προθυμότατα να επισκεφθεί τη Μελβούρνη. Ήθελε πολύ να γνωρίσει τη μακρινή κι... εξωτική ήπειρο, αλλά και τον πολυπληθή ελληνοαυστραλιώτη ελληνισμό.

Με την άφιξή του εδώ αναπτύχθηκε και σφυρηλατήθηκε μια προσωπικότερη φιλία μεταξύ μας, γιατί ως συγγραφέα τον γνώριζα από τα βιβλία του. Έπειτα, και τους δυο μάς απασχολούσαν λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα.

Ως άτυπος... «ξεναγός» του τον πήγα σε αρκετά αξιοθέατα της πόλης μας, κάνοντας αρκετές ενδιαφέρουσες εξορμήσεις εντός κι εκτός Μελβούρνης, ζώντας συναρπαστικές κι αξέχαστες στιγμές.

SBS: Τι ήταν αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο από την Αυστραλία;

Γ.Β.: Αναμφίβολα η Ιστορία, η γλώσσα και ο πολιτισμός των Αβορίγινων. Ορισμένες δε απ’ τις εντυπώσεις του στους Αντίποδες τις κατέθεσε στο μυθιστόρημά του «Η καρδιά της Μαργαρίτας» (1999) που έγραψε μετά την αναχώρησή του από την Αυστραλία.

Θα σας αναφέρω μόνο ένα περιστατικό-highlight απ’ αυτή την επίσκεψή του: Ερχόμενος εδώ, το πρώτο που μου ζήτησε ήταν να τον πάω στο Ζωολογικό Κήπο της Μελβούρνης.
Greek author Vasilis Alexakis.
Greek author Vasilis Alexakis. Source: Wikipedia
Κανονίσαμε και πήγαμε μια Κυριακή πριν το μεσημέρι. Προσφέρθηκε μάλιστα να μας ξεναγήσει και μια ευγενική υπάλληλος του Ζωολογικού Κήπου – πράγμα που σπανίως συνέβαινε – όταν τους είπα ότι ο επισκέπτης μας ήταν απ’ το εξωτερικό.

Η μεγάλη ατυχία μας όμως ήταν ότι το ζώο που περισσότερο απ’ όλα ήθελε να δει ο Αλεξάκης – δηλαδή ένα καγκουρό – ήταν άφαντο! Κι αυτό διότι απλούστατα... κοιμόταν και δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Ο φίλος συγγραφέας γκρίνιαζε συνεχώς, ότι θα ήταν καταστροφικό αν έφευγε χωρίς να δει ούτε ένα... καγκουρό!

Απ’ το αδιέξοδο όμως μας έβγαλε η συμπαθής ξεναγός μας (που και αυτή ήταν καταστεναχωρημένη) όταν ξαφνικά, προκειμένου να αποζημιώσει τον ξένο επισκέπτη, άρχισε να μιμείται η ίδια με αξιοθαύμαστη πιστότητα το καγκουρό, κάνοντας τα γνωστά πηδηματάκια, τις κινήσεις των χεριών του κλπ...

Ο Αλεξάκης κυριολεκτικά τα έχασε και δάκρυσε από συγκίνηση...

SBS: Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ο Βασίλης Αλεξάκης το πέρασε στο Παρίσι ως Έλληνας της διασποράς. Αναλύστε μας λίγο, ποια ήταν η σχέση του με τη μητέρα πατρίδα του (Ελλάδα) και την υιοθετημένη πατρίδα του τη Γαλλία.

Γ.Β.: Γνωρίζοντας τον ίδιο και το έργο του σε κάποιο βάθος, θα έλεγα πως ήταν μια σχέση έλξης-απώθησης. Διότι αν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος με την Ελλάδα, τότε δεν θα υπήρχε λόγος να εκπατριστεί.

Και αντιστοίχως, αν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος από τη Γαλλία, θα έμενε μόνιμα εκεί. Δεν θα ένιωθε την ανάγκη να μοιράζεται διαρκώς τη ζωή του μεταξύ των δύο χωρών και των δύο γλωσσών τους.

Γι’ αυτό και όλη του η ζωή κινούνταν σ’ αυτό το μεταίχμιο: Παρίσι-Αθήνα – εξού και ο τίτλος ενός βιβλίου του. Αυτή ακριβώς τη «σχιζοφρενική» σχέση διερευνά στο μεγαλύτερο μέρος του συγγραφικού του έργου, προσπαθώντας να την ερμηνεύσει και κατανοήσει πρωτίστως ο ίδιος.
Καθόλου περίεργο λοιπόν που η κύρια θεματική του κινείται στο τρίπτυχο «γλώσσα-έρωτας-καθημερινότητα», το οποίο (τρίπτυχο) είναι προϊόν των προσωπικών του βιωμάτων απ’ αυτές τις καταστάσεις της διαπολιτισμικότητας και πολυπολιτισμικότητας.

Βιώματα τα οποία αναπλάθονται και μετουσιώνονται σε μια, εν πολλοίς, αυτοβιογραφική γραφή και πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Σημειωτέον, ότι όλη η ζωή του Αλεξάκη υπήρξε ένα μεγάλο, παθιασμένο και περιπετειώδες ταξίδι με τη γλώσσα, δια της γλώσσας και για τη γλώσσα.

Γι’ αυτό και μέχρι το 2015 που, λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας δεν μπόρεσε να ξαναγράψει, θυσίασε κυριολεκτικά τα πάντα εξαιτίας των εμμονών του με τη γλώσσα και τη λογοτεχνία, δουλεύοντας 15 ώρες την ημέρα! Σε μια συνέντευξή του είχε πει χαρακτηριστικά:

«[...] οι γλώσσες έχουν από τη φύση τους μια ροπή προς το ταξίδι σε άγνωστους τόπους, αλλά και μια περιέργεια για το μακρινό και το ξένο. Ο ίδιος είχα την έμμονη ιδέα να μη χάσω την επαφή με την ελληνική γλώσσα.
«Όταν έγραψα το “Τάλγκο” (το πρώτο βιβλίο που έγραψα στα ελληνικά) μού έγινε απολύτως κατανοητό πως η γαλλική γλώσσα δεν με υποχρέωσε ποτέ να πω κάτι διαφορετικό από αυτό που ήθελα να πω.

«Χρειάστηκαν, όμως, αγώνες για να πετύχω να μείνω φανατικός Έλληνας. Έγραφα συνεχώς στα γαλλικά αφού εργαζόμουν ως δημοσιογράφος, παντρεύτηκα Γαλλίδα και με έθλιβε επί σειρά ετών η εικόνα της σκεπασμένης και αχρησιμοποίητης ελληνικής γραφομηχανής μπροστά στα μάτια μου. Δεν ζήτησα ποτέ τη γαλλική υπηκοότητα και ο αγώνας για τα ελληνικά είχε οπωσδήποτε κάποιο κόστος». 

SBS: Σε μια πρόσφατη συνέντευξή του είχε πει ότι όταν επέστρεψε στην Ελλάδα είχε πληγωθεί πάρα πολύ από τη σύγχρονη Ελλάδα. Πληγώνει σήμερα η Ελλάδα έναν λογοτέχνη της διασποράς, όπως είστε κι εσείς;

Γ.Β.: Όπως γνωρίζουν οι περισσότεροι απόδημοι, πολύ περισσότερο οι δημιουργοί και καλλιτέχνες, όταν απουσιάζουν χρόνια από την πατρίδα, φυσικό είναι να φτιάχνουν με τη φαντασία τους μια ιδανική χώρα.

Όταν όμως επαναπατρίζονται, προσγειώνονται ξαφνικά κι ανώμαλα στην πραγματικότητα – για τους γνωστούς σε όλους λόγους. Και βέβαια είχε πληγωθεί ο Αλεξάκης από τη σύγχρονη Ελλάδα, όπως κι εγώ άλλωστε. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια πληγώνομαι ακόμη περισσότερο με όλα όσα συμβαίνουν εκεί.

Τελικά ο Γιώργος Σεφέρης το έχει διατυπώσει ιδανικά με τη γνωστή ρήση του: «Οπου κι αν πάω η Ελλάδα με πληγώνει». Αυτό νομίζω τα λέει όλα.

SBS: Πώς θα θέλατε να θυμάστε το φίλο και ομότεχνό σας Βασίλη Αλεξάκη;

Γ.Β.:Τον Βασίλη θα τον θυμάμαι πάντα με συγκίνηση και αγάπη, ως έναν υποδειγματικό, χαλκέντερο και σεμνό συγγραφέα, ο οποίος θυσίασε τα πάντα εις το όνομα της γλώσσας και της λογοτεχνίας.

Ως μια ευγενική «αδελφή ψυχή» με την οποία μοιραζόμασταν τη μεγάλη «μεταναστευτική περιπέτεια» και όλα τα συμπαρομαρτούντα της. Θα με συντροφεύουν τα βιβλία του με τις θερμές αφιερώσεις που μου έχει κάνει και τα καταπληκτικά σκίτσα του. 

SBS: Ποια θεωρείτε εσείς τα καλύτερα βιβλία του;

Γ.Β.: Προσωπικά μου αρέσουν πολύ τα εξής βιβλία του: «Η μητρική γλώσσα», «Παρίσι-Αθήνα», «Οι ξένες λέξεις», «Ο μπαμπάς και άλλα διηγήματα» και το τεράστιας επιτυχίας μυθιστόρημά του «Τάλγκο».

Share